events image  
Επικοινωνία



invitation front
invitation back
 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟY
ΑΡΧΕΙΟ

Α. ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
Μυθιστορία

 

Ένα σύντομο εισαγωγικό σχόλιο δεν θα ήταν, νομίζω, εντελώς περιττό· ένα σχόλιο που θα αναιρούσε τους παραπλανητικούς συνειρμούς από την αμφισημία του τίτλου και που θα καθόριζε το περιεχόμενο του υπότιτλου στο τελευταίο βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη. Ακόμη κι εκείνοι που από τις πρόσφατες επαινετικές δημοσιεύσεις (Ελευθεροτυπία, Αυγή, Νέα, Βήμα, Καθημερινή) ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι αυτό πραγματεύεται τον μυθοποιημένο βίο και πολιτεία του Γεωργίου Σκληρού, θα πρέπει, για μια στιγμή έστω, να αναρωτήθηκαν αν πρόκειται για «ιδεολογικό σύντροφο» ή απλώς για «σύντροφο ζωής». Αυτό όμως που στην πραγματικότητα σημαίνει ο ευρηματικός τίτλος του βιβλίου δεν είναι παρά η μακρά συμβίωση και εντέλει η συμφιλίωση του πρωτοπόρου Έλληνα στοχαστή με έναν διαρκώς επαπειλούμενο θάνατο –εφόσον αυτός ήταν ο μόνιμος συνοδός, ο «τρυφερός σύντροφος» του ήρωα στα τελευταία δέκα χρόνια της σύντομης και τραγικής ζωής του. Η καρτερική και μοιραία πορεία του προς το άφευκτο τέλος συνιστά μιαν έξοχη «μελέτη θανάτου». Αλλά μήπως ο θάνατος δεν τον είχε σφραγίσει από τη γέννα του και στα πιο τρυφερά χρόνια του;
Ακόμη και η οξυμωρική σχέση ανάμεσα στο επίθετο (τρυφερός) και το ψευδώνυμο (Σκληρός), που από νωρίς επέλεξε για το πρόσωπό του ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης, είναι κι αυτή δηλωτική των πολλαπλών αντιθέσεων που καθόρισαν τη διαδρομή του.
Ανάλογες ταλαντώσεις, ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το «ιστορικό μυθιστόρημα», καταγράφει και ο υπότιτλος του βιβλίου. Η εύστοχη επιλογή της «μυθιστορίας», μιας χαλαρής σύζευξης ιστορίας και μυθοπλασίας, απήλλαξε τη συγγραφέα τόσο από τις αυστηρές δεσμεύσεις του «ιστορικού μυθιστορήματος», όσο και από τις περίπλοκες τεχνικές και τις διαφορετικές απαιτήσεις του μυθιστορήματος. Έτσι, ο χώρος της μυθοπλασίας διευρύνεται, όταν η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τον ταραχώδη βίο και τις δοκιμασίες του ήρωα, ενώ συρρικνώνεται, παραχωρώντας τη θέση της στην Ιστορία, όταν προσεγγίζει το δημόσιο πρόσωπο και τις διατυπωμένες ιδέες του Γεωργίου Σκληρού.
Η ιδιαίτερη προσωπικότητα του προδρομικού διανοητή, οι εντάσεις και οι εμμονές του θα μπορούσαν ως ένα σημείο να εξηγηθούν με την τραυματική απώλεια της μητέρας και την ισχυρή επιρροή ενός σχολαστικού και κυριαρχικού πατέρα, με τη μεμψιμοιρία των συγγενών και την εγκατάλειψη των φίλων, με την ασθένεια και τον κατατρεγμό της τύχης. Η διαμόρφωση, η συγκρότηση, η ιδεολογική ένταξη και η πολιτική του στράτευση, όμως, θα ήταν αδύνατο να κατανοηθούν, αν τις διαχώριζε κανείς από τα συνταρακτικά ιστορικά δρώμενα που εκτυλίχτηκαν στην κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή και η σφοδρότητά τους συντάραξε και ολόκληρον τον ελληνισμό.
Ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1878, έτος που μια δίδυμη συνθήκη ειρήνης τερμάτιζε έναν ακόμη ρωσοτουρκικό πόλεμο, και πέθανε στο Κάιρο στο τέλος του 1919, χρονιά που μια άλλη συνθήκη επισφράγιζε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο της Ιστορίας.

Δοκιμασμένη και δόκιμη συγγραφέας η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, κινεί ήρωα και αφηγήτρια με θαυμαστή δεξιοτεχνία και οδεύει με σταθερό βηματισμό τόσο στο ψυχολογικό, όσο και στο ιδεολογικό πεδίο, έχοντας έγκυρη γνώση για όλα τα επίκαιρα σχήματα και τις ποικίλες αποχρώσεις του φιλοσοφικού στοχασμού, και διαθέτοντας καθαρή αντίληψη για την ακολουθία και την αλληλουχία των γεγονότων μιας συγκλονιστικής εποχής, που ορίζεται από την καμπή του 19ου στον 20ό αιώνα –ιστορικό διάνυσμα που συμπίπτει απόλυτα με τα χρόνια της προετοιμασίας και της ωριμότητας του Γεωργίου Σκληρού.
Ο «Τρυφερός σύντροφος» αρθρώνεται σε τρία ισοδύναμα βιβλία, όπου η τριτοπρόσωπη χρονογραφική αφήγηση διακόπτεται από την παρεμβολή τριών ταξιδιών, με αναστροφική τη διάταξή τους (2008, 1994, 1984), που καταγράφουν σε πρώτο πρόσωπο την ψυχολογική και συναισθηματική εμπλοκή της αφηγήτριας με τα πάθη και τις τύχες του ήρωα· ενώ η πρόσφορη χρήση μιας «αναστοχαστικής τεχνικής» επιτρέπει στην πανεπιστημιακή καθηγήτρια Ιστορίας να σχολιάζει, παρεμβαίνοντας, πότε τις εκλεκτικές της συγγένειες, πότε την αξία του εγχειρήματός της και πότε την ίδια την εξέλιξη της αφήγησης, που εμφανίζεται ως καρπός της δικής της επίπονης και μακρόχρονης έρευνας.

Στο Πρώτο Βιβλίο η αφήγηση, χωρισμένη σε 18 κεφάλαια, διατρέχει την πρώτη νεότητα του Σκληρού από τη δίσμοιρη ώρα της γέννησής του ως τις πρώτες αιμοπτύσεις –ο «τρυφερός σύντροφος» είχε κιόλας πλησιάσει και τον είχε αγγίξει.
Τριανταδύο ολόκληρα χρόνια (1878-1910), άνισα μοιρασμένα και σκορπισμένα στις μεγάλες πολιτείες τριών αυτοκρατοριών, της Οθωμανικής, της Ρωσικής και της Γερμανικής: Τραπεζούντα, Οδησσός, Μόσχα, Ιένα.
Το αθεράπευτο πένθος από τον χαμό της μητέρας του Αθηνάς, ο βαθύς ψυχικός δεσμός με τη δίδυμη αδελφή του Όλγα και οι παιδικές τους φαντασιώσεις υπό τον βαρύ πατρικό ίσκιο, στα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια του.
Στη συνέχεια, πέντε χρόνια απωθητικής μαθητείας στο εμπορικό του γαμπρού του Αχιλλέα στην Οδησσό. Ακολουθεί μετά η καθοριστική δεκαετία (1901-1910). Στη διάρκειά της ο Γεώργιος Σκληρός σπουδάζει Ιατρική στη Μόσχα· ενστερνίζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες, μετέχει στην αποτυχημένη επανάσταση του Δεκέμβρη του 1905 και αναγκάζεται γι’ αυτό να εγκαταλείψει τη Ρωσία· ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Ιένα· σχετίζεται με την «ομάδα των κοινωνιολόγων» και τους κύκλους των Ελλήνων διανοουμένων της Γερμανίας· εκδίδει το πολυσυζητημένο δοκίμιο «Το κοινωνικό μας ζήτημα» (1907)· αναζητά μάταια μια θέση στην Αθήνα και επιστρέφει πάλι, απογοητευμένος και άρρωστος, στην Ιένα· επισκέπτεται την Όλγα στην Πετρούπολη και πείθεται να καταφύγει στο Δημόσιο Σανατόριο του Ταταρίνο, στην περιοχή της Μόσχας, ελπίζοντας να διασώσει τουλάχιστον τη ζωή του.

Στο πρώτο «Ταξιδεύοντας» (όπως τιτλοφορούνται οι τρεις παρεμβάσεις της αφηγήτριας), καθώς αυτή ταξιδεύει προς Καναδά, μια σειρά συνειρμών, με αφορμή την είδηση του θανάτου ενός διάσημου Βρεττανού συγγραφέα σε εφημερίδα της 22 Μαρτίου 2008, επικεντρώνει τη σκέψη της στο βιβλίο που ετοιμάζει για τον Γεώργιο Σκληρό και που την έχει στοιχειώσει για περισσότερα από είκοσι χρόνια: Τι σχέση έχει ο ήρωάς μου που είναι αληθινός με τους φανταστικούς ήρωες του Μπάλλαρντ και μ’ αυτόν τον Βορρά; … Ο ήρωάς μου με συντροφεύει, όπως κι αυτόν τον συντροφεύει ο θάνατος, μέσα σε αγωνίες που αγωνίζομαι να καταγράψω, ξεχνώντας τις δικές μου που μου φαίνονται βαριές κι ασήκωτες, ενώ, σε σύγκριση με τις δικές του, είναι ελαφρές κι ασήμαντες (σ. 97-98).
Η καθηγήτρια της Ιστορίας –διακριτό και διακριτικό προσωπείο της συγγραφέως– έχει εξαρχής επιλέξει να τονίσει τη βαθιά ψυχική σχέση που τη συνδέει με τη μορφή του πολύπαθου ήρωά της: Να φύγω, να φύγω. Αυτή είναι η αγωνία μου. Ακόμη κι όταν φεύγω, πάλι να φύγω ζητώ. Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αδειάσω απ’ όλες τις έγνοιες ώστε να κάνω χώρο στον ήρωά μου που είναι όμοιος μ’ εμένα, νομάδας, όπως κι εγώ· φεύγει και ξαναφεύγει, χωρίς να αδρανεί, κινείται συνεχώς, με ελαφράδα, αλλάζει κατεύθυνση. Σαν να ’ναι  αέρας, με ευκολία τρυπώνει στ’ αυτιά μου για να τον ακούσω καλύτερα (σ.100).

Το Δεύτερο Βιβλίο της μυθιστορίας, πυκνωμένο σε οκτώ μόνον κεφάλαια, ιστορεί τα χρόνια του εγκλεισμού του Γεωργίου Σκληρού στο Δημόσιο Σανατόριο του Ταταρίνο. Ο ήρωας του βιβλίου, ύστερα από την εφήμερη λάμψη της δημοσιότητας και την ταραχή που προκάλεσε στην πνευματική Αθήνα η κυκλοφορία του «Κοινωνικού Ζητήματος», περιέρχεται σε μια τρίχρονη σχεδόν αφάνεια που τον βυθίζει σ’ ένα ολέθριο αίσθημα εξορίας, αποκλεισμού και απελπισίας.
Η μόνη διέξοδος στον εγκλεισμό του είναι η αλληλογραφία με τον Γιώργο Πολίτη. Η μόνη παρηγορία, τα γράμματα και η επίσκεψη της Όλγας. Το μόνο φως στο μόνιμο σύθαμπο του ρωσικού χειμώνα η αναπόληση του μοναδικού έρωτα της ζωής του, η σύντομη σχέση του με τη Γκρέτα, στο πέρασμά του από το Ντόπαρτ της Εσθονίας. Ο μόνος ζωντανός ήχος στη σιωπή του Σανατορίου και στη θανατερή του ατμόσφαιρα, η μουσική της Γιούλας Ολιάνοβα. Η μόνη συντροφιά του ο Ιγνάτης Μαντζιορίνι από την Κεφαλονιά. Οι μακρές συζητήσεις με τον νεαρό μπολσεβίκο –διδαχές περισσότερο, με τον τρόπο των πλατωνικών διαλόγων– περιστρέφονται γύρω από μιαν εξαιρετικά πλούσια φιλοσοφική και πολιτική θεματολογία: η μεταφυσική και η διαλεκτική, ο θετικισμός και ο ιστορικός υλισμός, ο πατριωτισμός, ο εθνικισμός κι ο μεγαλοϊδεατισμός, ο μπολσεβικισμός, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία, η φιλολογία και η παιδαγωγική, η λογοτεχνία και η γλώσσα, τα ήθη και οι συμπεριφορές –ατομικές και συλλογικές–, ο ατομισμός και το «κοινό αίσθημα». «Ο τόπος μας δεν μας θέλει, γιατί δεν υποφέρουμε τον ραγιαδισμό και τα ήθη του», θα ομολογήσει με πικρία ο ανέστιος Έλληνας της διασποράς.
Η απουσία πληροφοριών γι’ αυτή τη δραματική περίοδο της ζωής του ήρωά της θα παραχωρήσει στην Αλεξάνδρα Δεληγιώργη τις ελευθερίες της μυθοπλασίας, που αναδείχνουν το Δεύτερο Βιβλίο στο στοχαστικότερο και γοητευτικότερο μέρος της μυθιστορίας της.
Σε θαυμαστή αντιστοιχία μαζί του βρίσκεται και το δεύτερο «Ταξιδεύοντας». Μια ακόμη ανάγνωση του «Μαγικού Βουνού» του Τόμας Μανν οδηγεί την αφηγήτρια πρώτα, με ένα νοερό τώρα ταξίδι, στο Σανατόριο του Νταβός που επισκέπτεται ο Γερμανός συγγραφέας με την άρρωστη σύζυγό του το 1912. Η παραλληλία χώρων, χρόνων, σχέσεων και καταστάσεων είναι περισσότερο από προφανής.
Στα μέσα Αυγούστου του 1994 η αφηγήτρια αποφασίζει ένα ακόμη ταξίδι, πραγματικό τη φορά αυτή, στην Αίγυπτο, στα προάστια του Καΐρου, όπου ο ήρωάς της πέρασε τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του: Αυτός ο πλους είχε κάτι το μαγικό· πήγαινα να συναντήσω τον άνθρωπο που με απασχολούσε εδώ και μιαν οκταετία, σαν να μην είχε τελειώσει αυτή η υπόθεση. Η σκηνή που επισκέπτεται τις πυραμίδες ήταν ένα κλειδί για το τέλος της ιστορίας του. Χωρίς όμως την εμπειρία μιας επιτόπιας έρευνας σ’ αυτά τα μνημεία θανάτου, ήταν αδύνατο να βρω το μυστικό, τέλος πάντων, τον βαθύτερο λόγο που οι τετράγωνες υποθέσεις σχετικά με την επιλογή του Σκληρού να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, αντί να τον φανερώσουν, τον έκρυβαν (σ. 177).
Το μέρος αυτό, μια λεπταίσθητη «θανατολογία» που γεφυρώνει το δεύτερο με το τρίτο βιβλίο, αποτελεί ίσως την κορύφωση ολόκληρης της μυθιστορίας της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.

Το Τρίτο Βιβλίο, ολοκληρώνοντας τη φθίνουσα δομική κλίμακα της μυθιστορίας, περιορίζεται σε έξι μόνο κεφάλαια, όπου αποκλειστικά κινούνται πραγματικά μόνον πρόσωπα: ο Πάργας, ο Πετρίδης, ο Δέλτας, ο Σεγκόπουλος, ο Καβάφης, ενώ σ’ ένα δεύτερο, συναισθηματικό επίπεδο εμφανίζονται οι γυναίκες που σημάδεψαν και συνόδεψαν τη βασανισμένη ζωή του Σκληρού: η Όλγα, η Γκρέτα, η Ευτέρπη, η Αθηνά  –δεσπόζει εδώ η ψυχαναλυτική προσέγγιση του παιδικού τραύματος της απώλειας.
Κυριαρχική θέση στο βιβλίο κατέχουν και οι σημαντικές συναντήσεις του Γεωργίου Σκληρού στην Αίγυπτο. Η πρώτη το 1913, στο Κάιρο, με τον Στέφανο Πάργα, εκδότη του περιοδικού «Γράμματα», με αφορμή τη δημοσίευση ενός άρθρου με τον τίτλο «Ο σκεπτικισμός και η φυλή μας». Στη συνομιλία τους θίγονται εθνικά θέματα: πατριωτισμός, ελληνισμός και Ελλαδίτες. Δεν ήμουν ρατσιστής, ούτε ακριβώς πατριώτης με την κούφια νοσταλγία όσων πλουτίζουν στα ξένα κι αναπολούν το χωριό και τη φτώχεια του. Την Αθήνα, όπου σκεφτόμουν να εγκατασταθώ και να ζήσω, την ήξερα περισσότερο με το νου μου, παρά με την εμπειρία. Ήμουν, όπως και είμαι, πώς να το πω, φυλετικός, ο ελληνισμός είναι το κέντρο μου, υποστηρίζει με το πάθος που πάντα τον διέκρινε.
Η δεύτερη συνάντηση το 1917, στην Αλεξάνδρεια με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, μετά από τη διάλεξη του Σκληρού με θέμα «Η φιλοσοφία του πολέμου και της ειρήνης» –φανταστική, φυσικά, που μόνο στη μαγική χώρα της λογοτεχνίας θα μπορούσε να είχε συμβεί. Ο διανοούμενος κι ο ποιητής παριστάνονται να συνομιλούν για τις λεπτότητες της γλώσσας, για ζητήματα ποιητικής και αισθητικής, για την τραγικότητα στη ζωή και την τέχνη. Επιμένει να θέλει να συμφιλιώσει πράγματα ασυμφιλίωτα, όπως είναι η αλήθεια τού μέσα με την πραγματικότητα του έξω, φέρεται να αναλογίζεται ο μεγάλος Αλεξανδρινός, συνοψίζοντας την κρίση του για τον συνομιλητή του.

Η μυθιστορηματική –όχι η ιστορική, βέβαια– φυσιογνωμία του Γεωργίου Σκληρού, με τις «στοχαστικές προσαρμογές», με τις απαραίτητες συμπληρώσεις και προεκτάσεις, τις αναγωγές και τις μεταπλάσεις, θεμελιώνεται σε ένα στέρεο και συνεκτικό ψυχολογικό και κοινωνικό υπόστρωμα. Δοκιμασμένος σκληρά ο ήρωας από απώλειες, απωθήσεις, διαψεύσεις, ματαιώσεις και απογοητεύσεις, διαμορφώνεται σ’ έναν ιδιόρρυθμο και δύστροπο ίσως χαρακτήρα, παραδομένο στις αντιφάσεις και στις μεταπτώσεις του: εσωστρεφής και ευάλωτος, άκαμπτος και απόλυτος, μαχητικός και παράφορος. Μήπως όμως το σκληρό δημόσιο προσωπείο, σε αναλογία με το ψευδώνυμο που ο ίδιος επέλεξε, χρησίμευε μόνο για να καλύπτει έναν κατά βάθος υπερευαίσθητο και τρυφερό άνθρωπο;
Ολόκληρη η μυθιστορία κατακλύζεται από την αντιδογματική σκέψη του Σκληρού, από έναν ποταμό ιδεών, που οι πηγές του βρίσκονται διάσπαρτες στα διάφορα κείμενά του: δοκίμια, άρθρα, επιστολές και διαλέξεις. Αν σε κάτι αυτός υπήρξε δογματικός, ήταν η απόλυτη πίστη του στη διαλεκτική ως μοναδικής μεθόδου ικανής να οδηγήσει τα άτομα στη γνώση και την αλήθεια, και τις κοινωνίες στην πρόοδο, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Και αν κάτι απεχθανόταν, αυτό ήταν οι διάφορες ιδεοληψίες, η αμάθεια, η προγονοπληξία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία.
Οι τελευταίες αναλαμπές αυτού του λαμπρού στοχαστή αποτυπώνονται στο δοκίμιό του «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Δεν μπορεί να μην μελαγχολήσει κανείς διαπιστώνοντας ότι τα προβλήματα του ελληνισμού, έναν ακριβώς αιώνα αργότερα, παραμένουν πάντα σύγχρονα και, αγέραστα και αγέρωχα, μας κοιτάζουν κατάματα την άγρια αυτή εποχή, περιμένοντας μήπως κάποτε βρούμε τις λύσεις. Ο ένθερμος υπέρμαχος της μαρξιστικής θεώρησης της Ιστορίας, ο εισηγητής της επιστημονικής κοινωνιολογίας στην Ελλάδα παραμένει πάντα κι όσο ποτέ ίσως επίκαιρος.

Μια εκτενής επιστολή, με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1919, ως επιθανάτιο παραλήρημα, και το εφιαλτικό όνειρο της Όλγας στο γράμμα της 15 Δεκεμβρίου 1919, επτά μόνο μέρες πριν από το θάνατό του, ρίχνουν την αυλαία.
Η ζωή όμως, παρά τον παραλογισμό και τη σκληρότητά της, απεχθάνεται τα κενά. Έτσι, η αφηγήτρια, στο πρώτο χρονολογικά ταξίδι της, στα τέλη Αυγούστου του 1984, συναντά στην Κέρκυρα την κόρη της Όλγας, την Αθηνά, και γνωρίζει τα δίδυμα παιδιά της, τον Γιώργο και την Όλγα. Μιαν αληθινή δημοκρατία ονειρευόταν ο Σκληρός, πράγμα που είναι σχεδόν αδύνατο, όχι, όμως, ουτοπία και χίμαιρα. Ο θείος μου υπήρξε ένας μανιώδης, απ’ αυτούς που αρρωσταίνουν, όταν κάτι, ενώ μπορεί να γίνει σωστά, δεν γίνεται, από αδράνεια, στενομυαλιά ή συμφέρον. Κι επειδή το σωστό εκνευρίζει τους περισσότερους που συνεχώς επινοούν δικαιολογίες για να μη γίνει, τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Σκληρό, που τους τρώει σαν σαράκι η εμμονή στις ιδέες, προτιμούν να φάνε τις σάρκες τους (σ. 286), είναι τα λόγια τής ανεψιάς του.
Η συνάντηση αυτή, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη στο ΕΛΙΑ από την καθηγήτρια Ιστορίας μερικών αδημοσίευτων επιστολών του Γεωργίου Σκληρού στον Κώστα Χατζόπουλο, φέρονται να αποτέλεσαν τα εξωτερικά κίνητρα για να αναλάβει την έρευνά της. Στη συγγραφέα όμως, αυτά, χωρίς τις εσωτερικές παρορμήσεις και την ψυχική της μέθεξη, θα μπορούσαν να επαρκέσουν για να την παρακινήσουν στη συγγραφή;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, η συγγραφέας του «Τρυφερού συντρόφου» μας χάρισε ένα εντελώς ιδιόμορφο και ιδιαίτερο πεζογράφημα, φροντισμένο με τον μοναδικό τρόπο της «Άγρας». Τον συγγραφέα τον μετράς με τα μεγάλα πετάγματα και τα βαθιά βυθίσματα. Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη ανυψώνεται στη σφαίρα των ιδεών με την ίδια άνεση που καταδύεται στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής.
Με τη λιτή και στέρεη δόμησή του· με την αποκατάσταση της θριμματισμένης και απολησμονημένης μορφής του Γεωργίου Σκληρού, που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μοιραίου ρομαντικού ήρωα (ορφάνια, περιπλανήσεις, δοκιμασίες, καταδιώξεις, φθίση και θάνατος)· με την ενσάρκωση ενός αυθεντικού ιστορικού προσώπου, στο οποίο έδωσε υπόσταση και πνοή, αίσθημα και στοχασμό· με την προβολή των ριζοσπαστικών ιδεών του μέσα από ένα περίπλοκο πλέγμα μονολόγων, διαλόγων, αποσπασμάτων και επιστολών· με την τέλεια ενορχήστρωση μιας εκπληκτικής χορείας ιστορικών προσώπων (Ροΐδης, Ψυχάρης, Δελμούζος, Γληνός, Βενιζέλος, Δραγούμης, Φώτος και Γιώργος Πολίτης, Χατζόπουλος, Θεοτόκης, Καβάφης, κι ακόμη Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκόγκολ, Νίτσε, Πλεχάνοφ, Λένιν, Φρόυντ), που τη συμπληρώνουν οι γοητευτικές πλασματικές μορφές του Μιχαήλοφ και του Καθηγητή στο Πανεσπιστήμιο της Μόσχας, της Γιούλας και του Ιγνάτη στο Σανατόριο του Ταταρίνο· με την πολυτονική, πολύτροπη και χυμώδη γραφή της, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη καταθέτει μιαν έξοχη «μυθιστορία ιδεών».

 

 

 

Γιάννης Ατζακάς: παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ, Θεσσαλονίκη, 20 Οκτωβρίου 2011