events image  
Επικοινωνία



invitation front
invitation front
 
ΑΡΧΕΙΟ


Α. ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ 1.001 ΒΙΒΛΙΩΝ

ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011, 8.00 μ.μ

Το 2009 συμπληρώνονταν τα 30 χρόνια της «Άγρας». Στις 24 Ιουνίου 1979 είχε κυκλοφορήσει το πρώτο μας βιβλίο: Με μια τρελή σοδειά του Διονύση Καψάλη, με εξώφυλλο του Γιώργου Χατζημιχάλη. Πολλοί μας ρωτούσαν αν θα το γιορτάσουμε. Είχαμε γιορτάσει τα δέκα χρόνια και τα είκοσι χρόνια. Είπαμε, αρκετά με τα πολλαπλάσια του δέκα.
Έπειτα συνειδητοποιήσαμε ότι πλησιάζαμε τα 1.000 βιβλία. Γιατί όχι λοιπόν, αντί άλλης γιορτής, να μην τυπώσουμε τα εξώφυλλα των βιβλίων μας, μαζί με κάποιες παραλλαγές τους, καθώς και μερικά κείμενα που αφορούν τη δουλειά; Πριν από τα εξώφυλλα, παραθέτουμε κείμενα φίλων και στενών συνεργατών για την «Άγρα», και κατόπιν, εν είδει Επιμέτρου, ένα απόσπασμα από ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο που είχαμε τυπώσει για τα 10 πρώτα χρόνια των εκδόσεων, μια συνέντευξη του 1983 στον φίλο Χρήστο Βακαλόπουλο στα πρώτα τέσσερα χρόνια της εκδοτικής μας ιστορίας και μία εικοσιπέντε χρόνια μετά στην Κατερίνα Ανέστη, το 2008. Τέλος, τρία κείμενα για τη συνεργασία με ισάριθμες προσωπικότητες φάρους στη δουλειά μας και τη διαδικασία έκδοσης του έργου τους (Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Άρης Κωνσταντινίδης). Και βέβαια τον κατάλογο των βιβλίων με τον αριθμό τους, τον συγγραφέα, τον μεταφραστή (όπου υπάρχει), τον καλλιτέχνη (όταν έχει παραγγελθεί ειδικά το εξώφυλλο) και τον μήνα κυκλοφορίας τους. Αυτά περιγράφουν το πνεύμα της όλης δουλειάς. Είναι ένα «βιβλίο των βιβλίων», αν και ο τίτλος έχει καπαρωθεί απ’ το ΜΙΕΤ και τα Penguin σε αντίστοιχες εξαιρετικές εκδόσεις τους.
Με αυτό το βιβλίο, το χιλιοστό, κλείνουμε τούτη τη γύρα. Την ξανανοίγουμε, με το χιλιοστό πρώτο, βάζοντας ξανά μπροστά το κοντέρ, πάλι με ποιητικό βιβλίο του Διονύση Καψάλη, με τίτλο Εδώ κι εκεί, και εξώφυλλο του Γιώργου Χατζημιχάλη. Η παρέα κρατάει καλά.
Αρκετοί συνάδελφοι που ξεκίνησαν τα ίδια χρόνια με μας έχουν από καιρό ξεπεράσει τον αριθμό αυτό στην εκδοτική τους παραγωγή. Θα μπορούσε, λοιπόν, να μας πει κανείς, σιγά τ’ αυγά. Θέλαμε όμως να διαχειριστούμε την ιστορία μας. Και θέλαμε να το κάνουμε για τους φίλους μας, τους συνεργάτες μας, τους συγγραφείς και τους ποιητές μας, τους ζωγράφους και τους μεταφραστές μας, τους διορθωτές, τους τυπογράφους και τους βιβλιοδέτες μας, τους κριτικούς και τους δημοσιογράφους που μας στάθηκαν, τους βιβλιοπώλες και τους πιστούς αναγνώστες μας. Με πολλούς δουλεύουμε από την αρχή μαζί, πολλοί προστέθηκαν στην πορεία, με κάποιους η συνεργασία κράτησε μερικά χρόνια, άλλοι συνεργάστηκαν άπαξ, άλλους τους χάσαμε. Και βέβαια θέλαμε να κάνουμε αυτό το βιβλίο για όσους εργάστηκαν στην «Άγρα» όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικότερα αυτούς που έδωσαν κάτι περισσότερο από την απλή και συχνά σκληρή εργασία τους, αυτό που δεν μετριέται και δεν αμείβεται με τα μεροκάματα και τα μηνιάτικα. Κική, Μαρία, Δήμητρα κατ’αρχήν, –για να είμαστε γαλαντόμοι με τις γυναίκες – κι ύστερα οι υπόλοιποι: Γιώργος στις πωλήσεις, Αχιλλέας, Γρηγόρης, Δημήτρης στην αποθήκη, Σταύρος, Ντίνος, Παύλος στην «Άγρα», Διονύσης στα κομπιούτερ, Χριστίνα στο βιβλιοπωλείο, Σοφία στις διορθώσεις, Ματίνα στις επιμέλειες.
Θα’ θελα ν’ αναφέρω και κάποιους ανθρώπους εκτός της «Άγρας» και των στενών συνεργατών, που μας στάθηκαν ιδιαίτερα με τον τρόπο του ο καθένας όλα τα χρόνια: Αντιγόνη Μαυρομάτη, Μαρίνα Ηλιάδη, Λίτσα Ταττόγλου και Jean-Marie Verlet, τον αδελφό μου Γιάννη. Συμπεριφέρθηκαν πάντα σαν να τους έκαιγε προσωπικά η «Άγρα».

Τούτος ο τόμος, μιας ιδιαίτερης πολυτέλειας για τη ζοφερή εποχή που περνάμε, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη γενναιόδωρη προσφορά της δουλειάς των μόνιμων συνεργατών και φίλων: του Ανέστη και του Νίκου Κυριακίδη του εργαστηρίου «Graphicon», του Μιχάλη Αγγελόπουλου και των συνεργατών του στο λιθογραφείο «Μητρόπολις» Α.Ε., των βιβλιοδετών Θόδωρου Ηλιόπουλου και Παντελή Ροδόπουλου, των Χαρτιών Δ. Παπανδρέου και του οίκου Fedrigoni Cartiere, του μεταφορέα Δημήτρη Πολίτη και του διορθωτή μας επί 30 χρόνια (εκτός των άλλων) Παντελή Μπουκάλα. Στην κρίση επάνω, όλοι τους, στενοί συνεργάτες και φίλοι για πάρα πολλά χρόνια, πρόσφεραν την εργασία τους και μπόρεσε να αυτοπαραχθεί ένα βιβλίο που αλλιώς θα ήταν αδύνατον –χωρίς επίσημους χορηγούς– να δει το φως της μέρας. Τους ευχαριστώ όσο δεν φαντάζονται.

Όταν γιορτάσαμε τα 20 χρόνια στις 23 Σεπτεμβρίου του 1999, το πρόγραμμα το έβγαλα μόνος μου, πάλι στη Στοά του Βιβλίου. Έκανε πολλή ζέστη εκείνη τη μέρα και επιπλέον είχε χαλάσει το air-condition. Στις φωτογραφίες στο τέλος της εκδήλωσης είμαι σα να μου έχουν πετάξει έναν κουβά νερό.
Για τη σημερινή γιορτή μας των 1.001 βιβλίων, πιο συνετά, κάλεσα 4 στενούς φίλους και στενούς συνεργάτες, να είναι οι 4 σωματοφύλακες. Με τη σειρά της πρόσκλησης:
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής του Σαίξπηρ και της Emily Dickinson μεταξύ άλλων, και διευθυντής του ΜΙΕΤ. Το πρώτο βιβλίο της «Άγρας», που κυκλοφόρησε στις 24 Ιουνίου του 1979, είναι το δεύτερο δικό του, με τίτλο «Με μια τρελή σοδειά». Δανειστήκαμε τον τίτλο του για τη γιορτή μας των 20 χρόνων. Μετά από 25 βιβλία μαζί, το 1001ο είναι πάλι δικό του όπως είπαμε, το Εδώ κι εκεί. Κι ετοιμάζουμε τη μετάφρασή του του Βασιλιά Λήρ.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ: ιστορικός, συγγραφέας, ταξιδεύτρια και μεγάλη παραμυθού. Φίλη από τη δεκαετία του ’80, την έχω ακολουθήσει σε πολλά ταξίδια της στη Μέση Ανατολή και πιο πέρα. Εκδώσαμε το βιβλίο της Εν τω σταδίω το 2004 και αργότερα μας εμπιστεύτηκε το κλασσικό της έργο Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. Εδώ και πολύ καιρό ετοιμάζουμε την έκδοση του Περί Κτισμάτων του Προκοπίου, με τον εκτενή σχολιασμό της.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ: ποιητής, μεταφραστής αρχαίων κειμένων, δοκιμιογράφος, επιφυλλιδογράφος, δημοσιογράφος και τυπογραφικός διορθωτής βιβλίων. Εκδώσαμε την πρώτη του ποιητική συλλογή, τον Αλγόρυθμο, τον Απρίλιο του 1980, ήταν μόλις το 5ο βιβλίο της «Άγρας». Έχουμε βγάλει μέχρι σήμερα 13 βιβλία του. Ετοιμάζουμε για φέτος ίσως τα δοκίμιά του για το δημοτικό τραγούδι και τη μετάφρασή του της ομηρικής Βατραχομυομαχίας. Όμως έχει και μια άλλη μοναδική ιδιότητα: Έχει διορθώσει το 95% από τα 1.001 βιβλία μας, σχεδόν όλη η «Άγρα» έχει περάσει από πάνω του. Πριν πέντε μέρες ανακοινώθηκε ότι πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010 για το βιβλίο του Ρήματα. Ήταν άλλωστε και η μόνη ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής, που όπως διαβάσαμε διχάστηκε σε άλλες κρίσεις της. Η χαρά μας είναι αφάνταστη.
ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ: συνθέτης και ιδανικός ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έχει δουλέψει πολύ στην ποίηση του Διονύση Καψάλη κι έχουμε εκδώσει και δυο κοινές δουλειές τους που έγιναν μουσικές παραστάσεις: τον Τάφο του Καβάφη και Θρήνοι γυναικών/ Ηρωίδες του Σοφοκλή. Βέβαια έχει δουλέψει σε πολλά έργα του με στίχους του Θοδωρή Γκόνη, τον οποίο επίσης εκδίδουμε. Δικό τους είναι και το παλαιότερο σπουδαίο τραγούδι Άννα Καρένινα – την οποία έμελλε να εκδώσουμε πριν δυο μήνες στην εκπληκτική μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου. Βγάλαμε το βιβλίο με τα κείμενά του Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ και η Αθήνα του οφείλει τη μουσική της καθώς και το βιβλίο του cd Ημερολόγιο Δεύτερο. Πριν γνωριστούμε, τον είχε πάρει το μάτι μου ν’ αγοράζει βιβλία της «Άγρας» στην Εστία. Αργότερα διάλεγε ένα βιβλίο μας σε πολλά αντίτυπα για να δωρίσει στους μουσικούς του μετά το τέλος κάποιων συναυλιών. Με την ιδιότητα αυτή του βιβλιόφιλου τον καλέσαμε σήμερα.
Στην σημερινή γιορτή συνέβαλαν και τα εφτά κορίτσια της φωτογραφίας της αφίσας και της πρόσκλησης, που φωτογραφήθηκαν, παίζοντας, το προηγούμενο καλοκαίρι σε παραλία, διαβάζοντας βιβλία της «Άγρας». Είναι τα μοντέλα μας, τις ευχαριστούμε. Κάποιες είναι στην αίθουσα, αλλά ντυμένες, θα δυσκολευτείτε ίσως να τις εντοπίσετε. Έξω στο τραπέζι με τα βιβλία, θα βρείτε την αφίσα που δωρίζεται.
Μετά τους 4 ομιλητές, θα ξαναπάρω το λόγο και θα κλείσουμε. Κι ακολουθεί κάποιο κρασί. Ο λόγος στην Μαριάννα Κορομηλά.

                                     ─────────────────────────

Β.  ΚΥΡΙΩΣ ΟΜΙΛΙΑ
Μετά το πρώτο βιβλίο μας, το 1979, έτυχε να βρεθώ στα γραφεία του Πολίτη στην Πλάκα και ο Άγγελος Ελεφάντης με πήρε στο γραφείο του και με ρώτησε πολύ σοβαρά, στρίβοντας το μουστάκι του, ποια είναι η γραμμή των εκδόσεων που ξεκίνησα: Πλήρης αμηχανία. Άντε ν’ απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση μπροστά στον γκουρού.
Σήμερα, 32 χρόνια αργότερα και μετά 1.000 βιβλία, ίσως μπορώ να περιγράψω κάπως κάτι όχι σαν γραμμή, αλλά σαν κάποια νήματα, που ενώνονται, κυκλώνουν ή αποκλίνουν.

ΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ

Ο εκ πατρός παππούς μου ήταν δάσκαλος ελληνικών στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και μετά στη Ροβέρτειο στην Πόλη, αντιφαναριώτης και δημοτικιστής, φίλος του Ψυχάρη και του Ελισσαίου Γιαννίδη, και συντάκτης αναγνωστικών και άλλων σχολικών εγχειριδίων στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο γιος του, ο θείος μου Γιάννης Πετσόπουλος, ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, ήταν ο ιδρυτής του Ριζοσπάστη το 1917 και εκδότης του ώς το 1922, και ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ το 1919, μετέπειτα ΚΚΕ. Διαγράφτηκε για πρώτη φορά το 1922 με εισήγηση του Γιάννη Κορδάτου, όπου χαρακτηρίστηκε ως «αλλοπρόσαλλο κράμα». Αλλού πάλι ο Κορδάτος γράφει ότι ο «σύντροφος Πετσόπουλος δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάθη του». Αυτούς τους χαρακτηρισμούς τους θεώρησα πάντα διασκεδαστικούς τίτλους τιμής και νομίζω ότι όντως ταιριάζουν σε πολλά μέλη της οικογένειάς μας απ’ την πλευρά του πατέρα μου.
Ο εκ μητρός παππούς μου ήταν αυτοδημιούργητος κοσμοπολίτης υφασματέμπορος στην οδό του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών τον έστειλαν από το μαγαζί που δούλευε να πάρει τα μέτρα για κοστούμι του Αβδούλ Χαμίτ, του πρώτου σουλτάνου που φόρεσε τα φράγκικα. Αυτός, και αμέσως μετά το αφεντικό του, ήταν οι μόνοι άνθρωποι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που γνώριζαν τα μέτρα του καβάλου του σουλτάνου.
Τα παραπάνω ίσως εξηγούν κάποια στοιχεία ιδιοσυγκρασίας που διαφαίνονται στην δουλειά της «Άγρας».

ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ
Θέλαμε εξαρχής τα βιβλία που θα εκδίδουμε να εκφράζουν ή έστω να περισώζουν κάτι από τη γοητεία που μας προξένησαν στο πρώτο διάβασμα. Ακόμα, να πουν κάτι περισσότερο για τον συγγραφέα και τον κόσμο του, σύμφωνα με την προβληματική μιας γενιάς του τέλους της δικτατορίας και της αέναης γιορτής των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων. Και αυτό από την πλευρά της πρωτοπορίας, των ρήξεων του μοντερνισμού και των κάθε είδους επαναστάσεων του 20ου αιώνα καθώς και των απελευθερωτικών ιδεών, που είδαμε παγκοσμίως και στον τόπο μας να μπαίνουν υπό αναθεώρηση στο τέλος της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, με το μεταμοντέρνο, το πολιτικώς ορθόν και τον νεοσυντηρητισμό των ηθών και των ιδεολογιών.
Υπήρχε το στοιχείο της πρόκλησης, με την έννοια της παραβίασης των κοινών τόπων στη λογοτεχνία, την τέχνη και την αισθητική. Κι επίσης συχνά η επιλογή να μην είμαστε «καθώς πρέπει» (Bataille – Ιστορία του ματιού, Άρης Κωνσταντινίδης Αμαρτωλοί και κλέφτες ή Η απογείωση της αρχιτεκτονικής, Εμπειρίκος Ο Μέγας Ανατολικός, κ.ά, κ.ά.)  

ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Οι δύο κεντρικοί άξονες της αρχής ήταν η λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση, και η ζωγραφική. Αγάπη για τη λογοτεχνία, για τα σπουδαία έργα αλλά και τα ελάσσονα, τα κρυφά και τα χαμένα. Όχι πάντα τα δεδομένα μεγάλα έργα, όχι πάντα ο μεγάλος κανόνας της λογοτεχνίας, αλλά και οι εξαιρέσεις της: «Κράτησε τον κανόνα εσύ και δός μου την εξαίρεση» που λέει και η Αρλέτα. Η Emily Brontë αλλά και ο Marcel Schwob. Και συχνά το πάρεργο ενός δημιουργού: το θεατρικό του ζωγράφου Πικάσο/τα ποιήματα του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη και του συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι/ τα σχέδια του συγγραφέα Στρατή Δούκα. Ή το σπουδαίο έργο ενός παραγνωρισμένου και ξεχασμένου δημιουργού, όπως οι Ακουαρέλες του Μπουζιάνη, που πολύ αργότερα όμως βρήκε τη θέση του στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.
Σιγά σιγά απλωθήκαμε: αρχιτεκτονική –Άρης Κωνσταντινίδης γαρ–, αστυνομική λογοτεχνία –αν μη τι άλλο ξαναβάλαμε τα αστυνομικά στα βιβλιοπωλεία και βοηθήσαμε να εξευγενιστεί το είδος και να φύγουμε απ’ την αδιέξοδη συζήτηση περί λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας–, κείμενα περί ζωγραφικής –από τον Francis Bacon και τον Marcel Duchamp, δυο μεγάλους φάρους του μοντερνισμού και των ρήξεων στην τέχνη του 20ου αιώνα, μέχρι τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο –, κείμενα βυζαντινής και αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, δοκίμια για τη λογοτεχνία κυρίως, κείμενα πολιτικής με φιλοσοφική και λογοτεχνική όμως κατεύθυνση, ψυχανάλυση και ψυχιατρική, παιδικά κάπως ιδιόμορφα –με την μοναδική στον κόσμο, εκτός Γερμανίας, τρίτομη έκδοση Απάντων των Παραμυθιών των Αδελφών Γκρίμμ–, φωτογραφία – σε μια βιβλιαγορά ουσιαστικά αδιάφορη για το είδος, με κορυφαία δείγματα τον Φωτοφράκτη του Ανδρέα Εμπειρίκου και το λεύκωμα της Βούλας Παπαϊωάννου (συνέκδοση με το Μουσείο Μπενάκη).
Στα τέλη του ’80 επιλέξαμε να εκδώσουμε τους βυζαντινούς χρονογράφους, που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο σε πανεπιστημιακούς κύκλους και διδακτορικά, και σε άχαρες μεταφράσεις, στις ζωντανές μεταφράσεις της Αλόης Σιδέρη, προτείνοντας τον Προκόπιο, την Άννα Κομνηνή, τον Μιχαήλ Ψελλό σε αναγνώστες του Εμπειρίκου, του Henry James, του Balzac και του Bataille, αντιγράφοντας τα Penguin Classics που εξέδιδαν στην ίδια σειρά Άννα Κομνηνή και Τσέχοφ ή Faulkner.
Και βέβαια η ερωτική λογοτεχνία, που απέκτησε με τα χρόνια αυτόνομο βάρος: Bataille, Μ. Ανατολικός, Γκαμιανί και Επικίνδυνες σχέσεις στις μεταφράσεις του Α. Στάικου, Κάμα-σούτρα κλπ. κλπ.
Επιλέξαμε, σχεδόν πάντα, να ασχοληθούμε με το γνωστικό μας πεδίο, διευρύνοντάς το βεβαίως σιγά σιγά, και αυτό μαζί με τους νέους συνεργάτες που έμπαιναν στο παιχνίδι. Θέλαμε να μπορούμε να έχουμε άποψη για το τί και πώς θα το εκδίδαμε.
Κι ένα αστείο παράδειγμα. Εκδώσαμε άπαξ βιβλίο μαγειρικής, τις Συνταγές της Κυρίας Μάγδας. Κάτω του μετρίου μάγειροι ο Μπουκάλας κι εγώ δεν επαρκούσαμε να διορθώσουμε, δεν είχαμε άποψη για τους αριθμούς στις ποσότητες των συνταγών – 3 ή 13 αυγά για το γλυκό;  Και κυρίως, δεν βρήκαμε το κέφι και το κουράγιο να εντρυφήσουμε στη μαγειρική, όπως κάναμε με τους άλλους τομείς όπου μπλέξαμε. Κι έτσι δεν δόθηκε συνέχεια κι αποφασίσαμε να κάτσουμε στ’ αυγά μας, χωρίς βέβαια ν’ αποκλείουμε τίποτα για το μέλλον.
Κι ερχόμαστε στο ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ.
Κάθε βιβλίο πρέπει να γνωρίζεις, ή έστω να ’χεις μια άποψη, ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξής του. Από πού αντλεί την αναγκαιότητα έκδοσής του. Το «πόθεν έσχες» του. Πρέπει να έχεις μια άποψη γιατί αυτό και όχι το αντίθετό του, ή το παραπλήσιό του. Αλλιώς γινόμαστε post-modern, όλα χωράνε στον τορβά. Και από κει η κατρακύλα της πληθωριστικής παραγωγής τίτλων στα βιβλιοπωλεία, που εξοβελίζουν τα αξιόλογα βιβλία, που τους κλέβουν τον χρόνο παραμονής στους πάγκους και τα ράφια, που τους δίνουν ημερομηνία λήξης σαν τα γιαούρτια. Κι αυτό που συχνά βλάπτει, δεν είναι τα φανερά κακά και αδιάφορα βιβλία, ενός ύφους που ουδεμία σχέση έχει με την αγωνία της γραφής, αλλά τα περίπου καλά, τα τύπου καλά, όπως το σαλάμι τύπου Λευκάδας – αυτά θολώνουν τα κριτήρια.
Σχετικό επίσης με το λόγο ύπαρξης ενός βιβλίου είναι και το θέμα της ολοκλήρωσής του. Δεν είναι θέμα μεγέθους. Μπορείς να έχεις με 5 σελίδες αντικείμενο αυτόνομης έκδοσης και με 400 να μην έχεις ή να φλυαρείς. Στη δουλειά  μας μπαίνει συνέχεια αυτή η συζήτηση: σε ποιο σημείο habemus librum? Έμείς προκλητικά –και κόντρα συχνά σε νόμους της αγοράς– έχουμε τυπώσει μικρά, μικρότατα βιβλία όπως την εκπληκτική Επιστολή στον Υπουργό Καλών Τεχνών του Courbet μετά τη Γαλλική Κομμούνα ή το διασκεδαστικό βιβλίδιο Το εγκώμιο του εγκλήματος του Μαρξ στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, μέχρι τον οκτάτομο Μ. Ανατολικό ή τις 400 σελίδες σχόλια του Αλέκου Λεβίδη στον τόμο για την Αρχαία Ελληνική Ζωγραφική του Πλίνιου.
Βέβαια για να μην γινόμαστε απολύτως σοβαροί, υπήρξε συχνά το στοιχείο της παιδειάς σε επιλογές μας, και κάποτε κάποτε κάποια σκανταλιά.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ 
Ο Φίλιππος Βλάχος με τις Εκδόσεις Κείμενα, δάσκαλός μου, ίσως και πνευματικός μου πατέρας –αλλά είναι χοντρό, μάλλον, μόνο πατέρας δεν ήτανε– έθεσε εξαρχής, όταν ξεκίνησε μέσα στη δικτατορία, το θέμα της αισθητικής του βιβλίου, και της υψηλής τυπογραφίας ως στοιχείο της παρέμβασης στα τεκταινόμενα της εποχής. Από τα Ποιήματα και τις Ιστορίες του κου Κόυνερ του Μπρέχτ, στο Τετραψήφιο του Κακναβάτου και την Τιμή και το χρήμα του Θεοτόκη, έκανε πολιτική παρέμβαση και με τις επιλογές των τίτλων και με την αισθητική, βάζοντας ψηλά τον πήχυ. Κι εμείς πήραμε το μάθημά του. Δεν καταλαβαίναμε πώς μπορείς να εκδίδεις βιβλία με τη διάθεση ν’ αλλάξεις τον κόσμο και να τα εκδίδεις χάλια, άσχημα, με λάθη, με κακές μεταφράσεις, στο όνομα ενός εύκολου προοδευτισμού. Τι σόι παιδεία πρότειναν πολλοί από τους εκδότες της εποχής; Θελήσαμε να εκφράσουμε δρόμους και αισθητικούς προβληματισμούς της γενιάς μας. Δουλέψαμε βέβαια με την κλασική τυπογραφία του μετάλλου, της κάσας και της μονοτυπίας, μαθαίνοντας τους αυστηρούς κανόνες και τους κώδικες. Η διαφορά ποιότητας με την τότε φωτοσύνθεση ήταν τερατώδης. Προσοχή: λέμε κλασική και όχι παραδοσιακή τυπογραφία. Παραδοσιακά σήμερα είναι τα γλυκά κουταλιού που κατακλύζουν όλα τα μέρη της Ελλάδας ή παραδοσιακό ονομάζεται ένα εργαστήρι παραδοσιακών ζυμαρικών στη Χίο που φτιάχνει marcito snacks, μεξικάνικα τσιπς – σήμερα το παραδοσιακό είναι λέξη για να κυνηγάς επιδοτήσεις.
Με τον Φιλιππόβλαχο διαφοροποιηθήκαμε στη χρήση των παλαιών τυπογραφικών κοσμημάτων και στολιδιών που τόσο αγαπούσε και κυνηγούσε. Εμείς δεν τα θέλαμε, είχαν μεσολαβήσει στον 20ό αιώνα ο Πικάσο, ο Μπέκετ, ο Ντυσάν. Οι Γάλλοι υπερρεαλιστές έπαιξαν μ’ αυτά τα παλιά τυπογραφικά κοσμήματα διασκεδάζοντας, αλλάζοντας όμως τις χρήσεις τους. Τότε βέβαια είχε ξεκινήσει το ΜΙΕΤ, υπήρχαν ήδη οι βιβλιοφιλικές εκδόσεις της Λέσχης του Δίσκου του Λάζαρου Γεωργιάδη, μετά ήρθε η Στιγμή, ο Εκηβόλος, το Ροδακιό, ο Γαβριηλίδης αργότερα, η Σμίλη, η Πόλις, τελευταία τελευταία η Κίχλη και ο Ασβός και με άλλους τρόπους, σε παράλληλους δρόμους, η Βαβέλ, η Όδος Πανος, η Απόπειρα. Και άλλοι που παραλείπω τώρα. Το συνάφι κρατάει καλά.
Από τον Βλάχο, και μετά από τη μακριά σειρά των κλασικών τυπογράφων που συνεργαστήκαμε – Αδελφοί Παληβογιάννη, Αιμίλιος Καλιακάτσος, Μπορμπουδάκης, Μανουσαρίδης, Αγησίλαος Ζουμαδάκης, Σπύρος Λένης, Ταμπακόπουλος, διδαχτήκαμε του κανόνες, την υποταγή στον κανόνα για να μπορέσεις να τον παραβιάσεις, και βέβαια το απόλυτο μεράκι και ο σεβασμός της δουλειάς, όπου ο χρόνος διαστελλόταν ώσπου να βγει το αποτέλεσμα. Όταν αργότερα, προς τα τέλη του ’90, περάσαμε στην ηλεκτρονική στοιχειοθεσία και σελιδοποίηση, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί πολύ στο σχεδιασμό γραμματοσειρών –κι ακόμα βελτιώνονται – , και στα πολυτονικά- και βρήκαμε τυπογράφους με διάθεση και γνώση για την εφαρμογή της υψηλής τυπογραφίας, όπως το Ανάγραμμα των Μπαλήδων, τον Παναγιώτη Καπένη, την Graphicon. Βεβαίως υπάρχουν κι άλλοι, απλώς εμείς μ’ αυτούς μοιραστήκαμε τη δουλειά μας και τις παραξενιές μας. Από τη μια η κλασική τυπογραφία, από την άλλη όμως κυνηγήσαμε εξαρχής τις δυνατότητες της λιθογραφίας, της όφσετ, για τις εικόνες – είτε με τα έγχρωμα (σπουδαίος σταθμός το 1985 όταν κατάφερε ο λιθογράφος Δ. Καστόρης να τυπώσει τη διαφορά μαύρου μέσα στο μαύρο από ανάποδη πινελιά του βερνικιού του Χατζημιχάλη σ’ ένα έργο του) είτε με τα μαυρόασπρα και τις πρωτοποριακές τεχνικές των διτονικών εκτυπώσεων. Και μέχρι σήμερα τα πειράματα δεν σταματάνε. Και τα τελευταία χρόνια μας τυπώνουν τα λιθογραφεία «Μητρόπολις», «Φωτόλιο-Τύπικον», ο Δεσποτόπουλος.
Με τον ζωγράφο Γιώργο Χατζημιχάλη, από την αρχή και μέχρι σήμερα, αλλά και τον Αλέκο Λεβίδη λίγο μετά, και πολλούς άλλους στη συνέχεια, ψάξαμε και προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε μια αισθητική για τα εξώφυλλα. Ματ χαρτιά απορροφητικά, χρήση εικονογραφική όλων των μερών του εξωφύλλου (εμπροσθόφυλλο, οπισθόφυλλο, ράχη, αυτιά). Βλ. τα Τέσσερα Κοριτσάκια του Πικάσσο (εξ. Ναταλίας Μελά-Γιώργου Χατζημιχάλη, το 3ο μας βιβλίο), Η ιστορία του ματιού του Bataille (εξ. του Γιώργου Χατζημιχάλη, το 4ο μας βιβλίο) ή τα εξώφυλλα του Αλέκου Λεβίδη (Κερνόκ ο Πειρατής, Φανταστικοί Βίοι του Marcel Schwob κλπ.)
Παίξαμε από παλιά με τα υλικά. Χρησιμοποιήσαμε υλικά που δεν προβλέπονταν για τα βιβλία: αδρά χασαπόχαρτα από την κρεαταγορά, με πετραδάκια στον πολτό τους που μας έσπαγαν τα γράμματα και τα κλισέ κατά την εκτύπωση, χαρτιά κράφτ καφέ περιτυλίγματος για το εσωτερικό βιβλίων πριν ονομαστούν ανακυκλωμένα και γίνουν delicatessen κι ανέβει τρεις φορές η τιμή τους.
Κάθε χρόνο μετά το 1988 που τυπώναμε ένα ημερολόγιο μας σε κράφτ χαρτί, έπρεπε να αναζητήσουμε άλλο λιθογράφο, γιατί ο προηγούμενος έφριττε μόλις μας έβλεπε να καταφτάνουμε με τα παλιόχαρτά μας που θα έφθειραν τα καουτσούκ στη μηχανή του.
Το 1992 τυπώσαμε το φωτογραφικό λεύκωμα Ακολουθώντας το πλοίο του Οδυσσέα των Bérard και Boissonnas. Τότε δεν υπήρχε στην αγορά κρεμ velvet χαρτί για την υψηλή απόδοση της εκτύπωσης της φωτογραφίας, παρά μόνο λευκό. Βάφτηκε όλο το χαρτί, με οκτώ καζάνια φτιαχτό μελάνι και εξαιρετικά ίση τη βαφή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο φύλλο. Στο βιβλιοδετείο προέκυψε το πρόβλημα ότι είχαν μόνο λευκή βιβλιοδετική κλωστή για το ράψιμο που θα έβγαζε μάτι με την κρεμ βαφή που είχαμε τόσο ωραία πετύχει. Ούτε οι συνάδελφοί τους είχαν. Ψάξαμε για κάποιες μέρες στην Αθήνα σε διευθύνσεις από τον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη μέχρι το Γαλάτσι. Τελικά τυχαία, σ’ ένα δρομάκι, πίσω από τους Άγίους Θεοδώρους της Κλαυθμώνος, όπου ήταν παλιά συγκεντρωμένοι οι χαρτέμποροι, μέσα από μια βιτρίνα με πορνό κυλότες, με ραφτή πεταλούδα με κόπιτσες για ν’ ανοίγει στο επίμαχο σημείο, είδα μέσα στο μαγαζί κάτι μεγάλα μασούρια με μπεζ κλωστή που έμοιαζε με τη βιβλιοδετική. Ζήτησα λίγα μέτρα για δείγμα, αρνήθηκαν και αγόρασα τελικά το τεράστιο μασούρι και το πήγα στους βιβλιοδέτες. Όπου, προς μεγάλη αγαλλίαση, μπόρεσε και πέρασε απ’ τις ραφτικές μηχανές τους.
Κάποιες φορές αλλάξαμε τα εξώφυλλά μας σε μια ανατύπωση. Εκ των υστέρων δεν είμαστε σίγουροι ότι ήταν πάντα για καλό. Πχ. Το πρώτο εξώφυλλο της Εφεύρεσης του Μορέλ του Casares είναι σαφώς καλύτερο από την επόμενη δοκιμή μας, το ίδιο ισχύει και για το Είναι αργά, όλο και πιο αργά του Tabucchi, όπου το δεύτερο εξώφυλλο που μας επεβλήθη απ’ τον συγγραφέα για να ενοποιηθεί με τις διεθνείς εκδόσεις του είναι σαφώς κατώτερο απ’ το πρώτο. Στο βιβλίο με τα 1.001 Βιβλία έχουμε και τις δύο εκδοχές –κάθε φορά που υπάρχει δεύτερη– τις βλέπετε και στην οθόνη όπου δείχνονται σ’ένα βίντεο τα μισά περίπου βιβλία μας. Είμαστε απολύτως τίμιοι. Οι αναγνώστες μας μπορούν να θυμηθούν και να βαθμολογήσουν.
Πηγές έμπνευσης τα σύγχρονα και παλαιά βιβλία από το εξωτερικό συνήθως, αλλά συχνά και εκτός των βιβλίων. Αρπάζουμε ιδέες και κάνουμε κοπτοραπτική.
Από την πλευρά μου υπάρχει αδυναμία να φτιάξω  κάτι πρωτότυπο στο λευκό χαρτί. Οι φίλοι μας οι ποιητές γράφουν τους στίχους στη λευκή σελίδα, οι συνθέτες γεμίζουν το πεντάγραμμο, οι ζωγράφοι στήνουν τον κόσμο εξαρχής στο λευκό τελάρο. Εμείς αρπάζουμε από παντού, από διαφορετικές αισθητικές και άλλες χρήσεις –χαρτοπετσέτες, δίσκους τζαζ ή ρέγκε, το σινεμά –πολύ σινεμά –, ξένα βιβλία και άλλα πολλά. Προσπαθούμε να παίρνουν μορφή μέσα στο σχήμα και τα άλλα υλικά της Άγρας. Συχνά μας είπανε σε κάποιο εξώφυλλο ότι αυτό δεν είναι «Άγρα» ή ότι αυτό το χρώμα δεν είναι «Άγρα». Αργότερα όλα εντάσσονταν, μοιάζαν σα να προϋπήρχαν και αντιγράφονταν από τους άλλους με τον πιο φυσικό τρόπο. Πάντως, αν διεκδικούμε κάτι στην αισθητική μας είναι ότι είμαστε καλοί πλιατσικολόγοι και καλές κοπτοραπτούδες.
Να φέρω κάποια παραδείγματα: Το εξώφυλλο της αυτοβιογραφίας της Billie Holiday το 1985 περίπου, είναι παραλλαγή και προσαρμογή στα καθ’ ημάς από εξώφυλλο της τραγουδίστριας Sade, εκείνης της εποχής, με το γκριζογάλανο φόντο και τις μαύρες επιφάνειες. Άλλο πιο ακραίο: στην Απόκρυφη ιστορία του Προκοπίου χρησιμοποιήθηκαν στο εμπροσθόφυλλο και το οπισθόφυλλο τα πορτρέτα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας από τα ψηφιδωτά της Ραβέννας, αλλά οι λωρίδες χρώματος πάνω, κάτω, στη ράχη και τ’ αυτιά είναι κόκκινες, πράσινες και μαύρες, παρμένες από δίσκους του Bob Marley. Ρέγκε και Βυζάντιο λοιπόν, αλλά κανείς δεν το πήρε είδηση. Στα Διπλωμένα φτερά του βραβευμένου Γιάννη Ατζακά χρησιμοποιήσαμε εμβληματικά στο φύλλο πριν την αρχή του κειμένου την ολοσέλιδη ξακριστή φωτογραφία της γιαγιάς του, που έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση, με τρόπο που να εισάγει άμεσα και δυνατά η φωτογραφία της το κείμενο. Η ιδέα ήταν μεταφορά από την ταινία του John Cassavetes Νύχτα πρεμιέρας, όπου φιλμάρεται μια θεατρική σκηνή σ’ ένα νεοϋορκέζικο διαμέρισμα με μια γιγαντιαία φωτογραφία μέχρι το ταβάνι της Ελληνίδας μάνας του ήρωα, ούτως ώστε η παρουσία της να είναι πάντα παρούσα στον θεατή. Και τελευταίο: κάποιος φίλος είχε πάει για ένα δίμηνο στους Σαντινίστας και μου έφερε μια μικρή ποιητική ανθολογία τυπωμένη με πενιχρά μέσα σε χαρτί περιτυλίγματος, με αδρά γράμματα και δεμένο με χοντρό σπάγγο και κόμπο στη ράχη. Ήταν ένα τέλειο αντικείμενο, αισθητικά πλήρες, απόλυτα συναφές με τις συνθήκες παραγωγής του. Σε μας ήταν το αρχικό ερέθισμα για κάτι που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο σαν επιχείρημα, μια σειρά μας, τον «Άτακτο Λαγό», όπου κυριαρχούσε η πολυτέλεια των υλικών – έγχρωμα χαρτιά με ύφασμα στον πολτό τους, που το χρώμα του χαρτιού κάθε φορά έδινε τον χαρακτήρα του τεύχους, στοιχειοθεσία στο χέρι με στοιχεία της κάσας και χειροτεχνία στη βιβλιοδεσία. Εμείς στη θέση του αδρού σπάγγου χρησιμοποιήσαμε έγχρωμα κορδόνια, ταιριαχτά κάθε φορά με το χαρτί μας. Ήταν μια προσπάθεια κάποια μικρά αυτοτελή κείμενα που θεωρούσαμε διαμάντια, να τα αντιμετωπίσουμε σαν τέτοια, σαν τις πέρλες ενός κολλιέ.

ΕΞΩΦΥΛΛΑ
Θα προσπαθήσω να δώσω κάποια κλειδιά για το τι είναι αυτό που κάνει το ύφος της Άγρας στα εξώφυλλα και στη χρήση της εικόνας γενικότερα.

  1. Ματ χαρτί απορροφητικό – Δύσκολο να τυπωθεί, παραβιάζονται οι ποσότητες χρώματος και οι πιέσεις της μηχανής. Λειτουργεί, όμως, σαν τα ασβεστοχρώματα, όπου τα πιο κραυγαλέα χρώματα –κάτι ροζ χτυπητά ή παπαγαλιά σε κάτι μεξικάνικα ή αφρικάνικα σπίτια– εξευγενίζονται πάνω στις παχιές στρώσεις του ασβέστη, ενώ ίδιοι χρωματισμοί στο πλαστικό χρώμα σε σύγχρονα κτίσματα χτυπούν δυσάρεστα στο μάτι. Το ίδιο συμβαίνει συχνά με τα ματ και γυαλιστερά χαρτιά.
  2. Χρησιμοποιούμε για φόντα αποκλειστικά πλακάτα χρώματα. Η λέξη ντεγκραντέ στο φόντο είναι απαγορευμένη λέξη στην Άγρα – πιπέρι στη γλώσσα. Τώρα το ντεγκραντέ τείνει να καταργηθεί γενικότερα, αλλά σε προηγούμενες δεκαετίες κυριαρχούσε. Ιδιαίτερα σε καταλόγους και λευκώματα αντικειμένων μουσείων. Όταν το 2004 μας ανατέθηκε ο νέος κατάλογος της επανέκθεσης του Βυζαντινού Μουσείου, κατεβάσαμε απ’ τη βιβλιοθήκη του μουσείου όλων των ειδών τους καταλόγους με βυζαντινά αντικείμενα: αμερικανικούς, αγγλικούς, γερμανικούς, γαλλικούς, ελληνικούς – Παντού τα αντικείμενα σε ντεγκραντέ φόντο. Εμείς ψάχναμε μια σύγχρονη αισθητική για τα ιστορικά εκθέματα. Στην κλασική αρχαιολογία υπήρχαν δείγματα ξεπεράσματος του ντεγκραντέ φόντου στη φωτογράφηση των εκθεμάτων, στη βυζαντινή ουδέν. Με τη σύμφωνη γνώμη του Δημήτρη Κωνστάντιου, αυτής της λαμπερής και ρηξικέλευθης προσωπικότητας, που ήταν ανοικτός στα νέα πράγματα, προχωρήσαμε σε πειραματισμούς με πλακάτα φόντα για τα αντικείμενα, επιλέγοντας άλλο χρώμα για κάθε ενότητα (γλυπτά, εικόνες, έργα σε χαρτί, βιβλία, πήλινα, ψηφιδωτά κλπ. ) Ήταν παγκοσμίως το πρώτο λεύκωμα χωρίς ντεγκραντέ στη φωτογράφιση βυζαντινών αντικειμένων.
  3. Η τυπογραφία είναι αυστηρή. Χρησιμοποιούμε 3-4 οικογένειες γραμμάτων σύγχρονου ή παλαιότερου σχεδιασμού με μεγάλη αυστηρότητα. Δεν παραμορφώνουμε τα γράμματα όπως κάνουν πολλοί γραφίστες. Άντε ένα 5% στένεμα στα γράμματα. Δεν χρησιμοποιούμε περιγράμματα ή σκιές στα γράμματα. Ο σχεδιασμός του τίτλου στηρίζεται κατ’ αρχήν στο νόημα των λέξεών του – δεν μεγαλώνουμε αφύσικα κάποιον αριθμό ή χρονολογία ή κάποιο άρθρο, όπως κάνουν πολλοί γραφίστες που ασχολούνται με το κείμενο του τίτλου ως εικόνα και όχι ως νόημα. Ακολουθούμε μια κλασική ευρωπαϊκή γραμμή στις αναλογίες και τα μεγέθη των μερών ενός τίτλου: το όνομα του συγγραφέα είναι μικρότερο από τον τίτλο και η επωνυμία του εκδότη ακόμη μικρότερη, σε αντίθεση με την αμερικάνικη γραμμή που τείνει να κυριαρχήσει παγκοσμίως, όπου το όνομα του συγγραφέα είναι γιγαντιαίο σε σχέση με τον τίτλο του βιβλίου, ιδίως όταν πρόκειται για βιβλίο σειράς απάντων γνωστού συγγραφέα. Από κει και πέρα όλα ανοιχτά: από τα πρώτα μας βιβλία χρησιμοποιήσαμε στη σύνθεση του εξωφύλλου συχνά όλες τις επιφάνειες, εμπροσθόφυλλο, οπισθόφυλλο και αυτιά για την εικόνα.

Αγνοήσαμε έναν κλασικό συμβατικό κανόνα που έλεγε ότι μια φωτογραφία με το προφίλ ενός ανθρώπου πρέπει να κοιτάει πάντα προς τη ράχη του βιβλίου και όχι προς το ξάκρισμα ή ότι δύο πορτρέτα προσώπων πρέπει σώνει και καλά να κοιτάζονται και όχι να αποκλίνουν. Συχνά αυτή η απόκλιση των βλεμμάτων, ή το προφίλ που κοιτάει προς το ξάκρισμα του βιβλίου, δημιουργεί τη δική του δυναμική και ένταση. Για παράδειγμα, σε ένα πρόσφατο βιβλίο μας, τα Γράμματα Ν. Καββαδία-Μ. Καραγάτση, επιλέξαμε δύο φωτογραφίες τους όπου υπήρχαν τρία ενοποιητικά στοιχεία: το έντονο βλέμμα του καθενός, το καπέλο ή ο σκούφος και από μια χειρόγραφη αφιέρωση στην κάθε φωτογραφία. Το πρόσωπο, το βλέμμα, το χειρόγραφο. Δοκιμάσαμε αρχικά να βάλουμε αριστερά τον Καββαδία και δεξιά τον Καραγάτση, με τρόπο που να κοιτάζονται, όπως συνηθίζεται. Δεν λειτουργούσε η σύνθεση. Με την αντιμετάθεση των φωτογραφιών και τα αποκλίνοντα βλέμματα το εξώφυλλο απέκτησε μια τελείως διαφορετική δυναμική.
Λεπτομέρειες ίσως, αλλά αυτό που θέλω να κρατηθεί από τα παραπάνω είναι η συνειδητή παραβίαση στην «Άγρα», από τα πρώτα χρόνια, κοινών τόπων στην αισθητική του βιβλίου, και σε άλλα ζητήματα, που πάνε να πάρουν θέση κανόνα. Άλλοι είναι οι πραγματικοί κανόνες και εκεί επιλέγουμε και συμπεριφερόμαστε αναλόγως.

Θέλω να αναφέρω ένα εξώφυλλο και μια αφίσα που θεωρώ θαυμάσια: Το πρώτο το ’πα και στα 20 χρόνια της «Άγρας», συγχωρείστε την επανάληψη, θεωρώ αξεπέραστο το εξώφυλλο του Γιάννη Μόραλη για τις Αντιγραφές του Σεφέρη στον Ίκαρο με το μπλε και μαύρο ημικύκλιο, που δηλώνουν διακριτικά το πρωτότυπο και τη μετάφραση, μέσα στο λευκό ματ φόντο και την τετραγωνισμένη τυπογραφικά φόρμα. Από την άλλη θεωρώ ότι η καλύτερη πολιτική αφίσα του 2010 ήταν τον περασμένο Ιούνιο του ΑΚΟΕ για το Gay Parade στην Αθήνα, με το μπούστο του τσολιά και τη φουστανέλα. Υπήρχε χιούμορ, πολιτική θέση, πόθος ερωτικός, και ειρωνεία προς το εθνικό σύμβολο – και ήταν επιπλέον άψογη αισθητικά. Πολλαπλά σημαινόμενα – ζητούμενα και στον πολιτικό λόγο. Και μάλιστα να σκεφτεί κανείς ό,τι εκείνους τους μήνες οι τοίχοι είχαν κατακλυστεί από το μονοσήμαντο σύνθημα «Μίσος και εκδίκηση», εκτός πολιτικής σκέψης, που οδήγησε εκεί που οδήγησε τον περασμένο Μάιο.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΕΣ
Πολλές φορές συνεργαστήκαμε με ιδρύματα, μουσεία και γκαλερί και συνυπογράψαμε εκδόσεις – με το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, το ΕΛΙΑ, την Γκαλερί Bernier- Eliades κ.α. Αυτό το έχουν κάνει και πολλοί συνάδελφοι. Όμως εμείς επιδιώξαμε πολλές φορές και τη συνυπογραφή και συμπαραγωγή με άλλους συνάδελφους εκδότες που εκτιμούσαμε: με την εκλιπούσα Άμμο για το βιβλίο της Nelly’s Σώμα και Χορός, με τον Ποταμό για ένα λεύκωμα για την Οία, με τον Κέδρο για το βιβλίο Ανήσυχοι νεκροί του Τάιμπο και του Υποδιοικητή Μάρκος, με τη Βαβέλ για το κόμικ Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής των Μανσέτ-Ταρντί, με το Ύψιλον για το βιβλίο του Γ. Κοροπούλη Ποιήματα χωρίς Ιδιότητες. Μου άρεσαν από χρόνια οι συνυπογραφές παλαιότερων εκδοτών: εκδ. Μαρή και Κοροντζή το ’40, εκδ. Αφοι Συρόπουλοι και Κουμουνδουρέας το ’60. Ήταν ένα παιχνίδι δικό μας, όταν βέβαια υπήρχε ειδικός λόγος, διαφορετικός κάθε φορά, αλλά και μια θέση προς το συνάφι μας. Με τις εκδόσεις Ύψιλον μάλιστα συνεκθέσαμε και συνγιορτάσαμε για τα δέκα μας χρόνια το 1989 στην γκαλερί της Ιλεάνας Τούντα, βάζοντας τέλος, με μια κίνηση ρουά ματ, σε μια ψευτοαντίθεση αισθητικής Άγρας και Ύψιλον–Δ. Καλοκύρη, που είχε χτιστεί. Και περάσαμε καλά.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ
Είμαστε χορτάτοι. Μας δόθηκε από την αρχή η δυνατότητα να δουλέψουμε με τους ήρωές μας. Τα βιβλία του Εμπειρίκου, του Α. Κωνσταντινίδη, του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Πεντζίκη και αργότερα του Καββαδία και του Κακναβάτου και της Έλλης Παππά. Με τα έργα του Μπουζιάνη και τις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου. Ο Μαρωνίτης μας εμπιστεύτηκε ήδη απ’ το 1981 τον Ηρόδοτό του, και τώρα ολοκληρώσαμε την Ιλιάδα του. Και η Τζίνα Πολίτη, ο Γ. Δάλλας ο Ε. Μπιτσάκης, η Καίη Τσιτσέλη, ο Κ. Χαραλαμπίδης, η Μαρίνα Καραγάτση.
Και η στρατιά των νεότερων, της δικής μας γενιάς, λίγο μεγαλύτεροι κάποιοι και άλλοι νεότεροι: Ενδεικτικά αναφέρω συγγραφείς, ζωγράφους και φωτογράφους με πάνω από ένα βιβλίο στην «Άγρα»: Δ. Καψάλης, Π. Μπουκάλας, Γ. Κοροπούλης, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Γ. Ζέρβας, Κ. Λυμπέρη, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Τ. Σπετσιώτης, Θ. Κοροβίνης, Γ. Ατζακάς, Δ. Καλοκύρης, Α. Στάικος, Αλέξης Κυριτσοπουλος, Αλέκος Λεβίδης, Κύριλλος Σαρρής, Ανδρέας Αποστολίδης, Παναγιώτης Αγαπητός, Μαριάννα Κορομηλά, Δημήτρης Κυρτάτας, Σάββας Μιχαήλ, Κατερίνα Μάτσα, Λίζυ Τσιριμώκου, Στράτος Καλαφάτης, Πάρις Πετρίδης, Θεόδωρος Τερζόπουλος, Ελένη Βαροπούλου, Θοδωρής Γκόνης, Κώστας Καλφόπουλος, Στάθης Καββαδάς, Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Τάκης Σιμώτας, Ιερομόναχος Συμεών, Γιώργος Βέλτσος.

Και τα 18 χρόνια που κράτησαν οι συνεργασίες με τον Θανάση Βαλτινό και τη Ρέα Γαλανάκη, και τα 30 χρόνια με τον Δημήτρη Δημητριάδη.
Και οι Sebald, Walter Benjamin, Σαίξπηρ, Πετράρχης, Hölderlin, Büchner, Goethe, Laclos, Casanova, De Sade, Bataille, Fuentes, Tabucchi, Ogawa, Inoue, Tanizaki, Tariq Ali, Seghers, Marx, Derrida, Badiou, N. Huston, Oliver Sacks, Irvin Yalom, Marilyn Yalom, R. Bolaño, H. James, Stevenson, Chesterton, Melville, Joseph Roth, S. Zweig, Christopher Marlowe, B.M. Koltes, H. Müller, Montale, Ginsberg, Wallace Stevens, Emily Dickinson, P. Celan, Jean Amery, Primo Levi, Simenon, Manchette, Taibo, Highsmith, James Ellroy, B. Plossu, A. Kertesz, Tolstoi, Andreyev.
Και βέβαια οι μεταφραστές μας: Βάνα Χατζάκη, Στέλλα Νικολούδη, Άρης Μπερλής, Παλμύρα Ισμυρίδου, Μαρία Αγγελίδου, Γιάννης Καλιφατίδης, Αλέξανδρος Ίσαρης, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Σοφία Διονυσοπούλου, Ειρήνη Τσολακέλλη, Έπη Μελοπούλου, Πάνος Αλούπης, Αλόη Σιδέρη, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Σεραφείμ Βελέντζας, Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Γιάννης Ζέρβας, Κρίτων Ηλιόπουλος, Νίκος Αλιφέρης, Χαρά Σαρλικιώτη, Εύη Κλαδούχου, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθηνά Δημητριάδου, Αργυρώ Μακάρωφ, Ιωάννα Μεϊτάνη, Μίλτος Φραγκόπουλος, Κώστας Πόταγας, Άννυ Σπυράκου, Βασίλης Δουβίτσας, Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, κ.ά.
Προστέθηκε και μεταθανάτια ο Άρης Αλεξάνδρου.
Πολλοί συγγραφείς και ποιητές μας, βέβαια, είναι και μεταφραστές κι έτσι κανονικά τα ονόματά τους θα έπρεπε ν’ αναφερθούν διπλά.
Ο κόσμος αυτών των συγγραφέων και των μεταφραστών, μαζί με τους τυπογράφους, τους βιβλιοδέτες και το προσωπικό μας είναι ο κόσμος της «Άγρας» και νομίζω ότι δικαιούμαστε να το κοκορευόμαστε. Και βέβαια, κόσμος μας είστε και σεις, οι αναγνώστες μας. Κάθε ένα βιβλίο αναδημιουργείται από τον κάθε ένα αναγνώστη του.

Τυπώσαμε ένα υπεραισιόδοξο δίφυλλο πρόγραμμα με τα βιβλία που προγραμματίζουμε για το 2011. Θα το βρείτε στο τραπέζι έξω. Λέω υπεραισιόδοξο, γιατί ανακοινώνουμε πολύ περισσότερους τίτλους απ’ όσους μπορούμε κανονικά ν’ αντέξουμε, ο μηχανισμός μας και οι αναγνώστες μας. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι τίτλοι που ήταν προγραμματισμένοι για το 2010 λόγω κρίσης πήραν αναβολή και βέβαια προστέθηκαν στο 2011. Και από την άλλη οι συγγραφείς μας εμφανίστηκαν με νέα και, ευτυχώς, εξαιρετικά έργα. Παλεύουμε λοιπόν για ό,τι καταφέρουμε.
Να πω κι ένα τελευταίο: Πριν από καιρό είχα φέρει έναν ηλικιωμένο κηπουρό που δούλευε στο Ζάππειο, με υπέροχα βαθυγάλανα μάτια και πυκνά λευκά μαλλιά και σουλούπι σαν του Ζαν Γκαμπέν, να μου φροντίσει τα φυτά μου στην ταράτσα. Τον παρακολουθούσα να δω πώς τα κάνει και να τον βοηθήσω. Κάποια στιγμή με ρωτάει τι δουλειά κάνω. «Εκδότης βιβλίων» απαντάω. Και λέει: «Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή».

Ευχαριστώ τους 4 σωματοφύλακες, τα μοντέλα της Άγρας, τους στενούς συνεργάτες μου και ευχαριστώ και σας και εύχομαι στα επόμενα με υγεία και δύναμη, για να ξεπεράσουμε το ανήσυχο 2011.
(Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011)                                                     

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδότης